- αγενικός
- -ή, -ό [αγενής]1. αγενής, βάναυσος, πρόστυχος2. πλεονέκτης3. λαίμαργος, αδηφάγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγενής — ές (Α ἀγενής, ές) μσν. νεοελλ. ο μη ευγενικός, απρεπής, ανάγωγος, χυδαίος αρχ. 1. αγέννητος, αδημιούργητος 2. αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια (αντίθ. τού ἀγαθός*) 3. άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γένος. ΠΑΡ. αγένεια, αγενικός,… … Dictionary of Greek